- κατοργανίζω
- κατοργανίζω (Α)διαχέω μουσική σε μια έκταση, γεμίζω έναν τόπο με μουσική.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -οργανίζω (< ὄργανον), πρβλ. δι -οργανίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατωργάνιζε — κατοργανίζω sound with music through imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)